αντίκρια
Смотреть что такое "αντίκρια" в других словарях:
μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
αντικρύ — και αντίκρυ και αντίκρια επίρρ. τοπ., απέναντι: Αντίκρυ στο σπίτι μου είναι ένα σιδεράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)