αντίκρια

αντίκρια
επίρρ. см. αντικρύ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αντίκρια" в других словарях:

  • μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αντικρύ — και αντίκρυ και αντίκρια επίρρ. τοπ., απέναντι: Αντίκρυ στο σπίτι μου είναι ένα σιδεράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»